- παραδρομῇ
- παραδρομήrunning besidefem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραδρομή — running beside fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραδρομή — η, ΝΜΑ νεοελλ. απροσεξία, αβλεψία («λάθος εκ παραδρομής») μσν. (για χρόνο) παρέλευση, πέρασμα («μετὰ δὲ τὴν παραδρομὴν τούτων τῶν δέκα χρόνων», Διήγ. Αχιλλ.) αρχ.1. το να τρέχει κάποιος πλησίον ή παραπλεύρως ενός άλλου, δηλ. το να συνοδεύει και… … Dictionary of Greek
παραδρομή — η λάθος από αβλεψία, απροσεξία, μόνο στη φράση «εκ παραδρομής»: Λάθος εκ παραδρομής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραδρομῆι — παραδρομῇ , παραδρομή running beside fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλάνη — Παραδρομή του πνεύματος, το οποίο, κατά τη διαδρομή των ενεργειών του, χάνει την ορθή κατεύθυνση και καταλήγει να θεωρεί ως αληθινό εκείνο που είναι εσφαλμένο ή αντίστροφα. Η π. χαρακτηρίζεται από αδικαιολόγητη πίστη στην αντικειμενική αξία… … Dictionary of Greek
παραδρομαῖς — παραδρομή running beside fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραδρομῆς — παραδρομή running beside fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραδρομήν — παραδρομή running beside fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πανδέκτης — (digesta). Το κυριότερο τμήμα της ιουστινιάνειας κωδικοποίησης, του ρωμαϊκού δικαίου. Παλαιότερες νομικές συλλογές με τον τίτλο του «π.» είναι γνωστές, όπως του Λ. Ουλπ. Μαρκέλου (τριανταένα βιβλία πανδεκτών) που έζησε την εποχή της αυτοκρατορίας … Dictionary of Greek
αβλέπτημα — το (Α ἀβλέπτημα) [ἀβλεπτῶ] παρόραμα, σφάλμα που οφείλεται σε απροσεξία ή παραδρομή … Dictionary of Greek